Θασια

Θασια
    I.
    Θασία
    Θᾰσία
    ἥ [Θάσος I] (sc. ἅλμη) тасосский соус или салат Arph.
    II.
    Θάσια
    τά
    1) (sc. κάρυα) тасосский миндаль (особая разновидность) Plut.
    2) товары с острова Тасос Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Θασια" в других словарях:

  • Θασία — Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc/acc dual Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσια — Θάσιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θασίας — Θασίᾱς , Θάσιος of fem acc pl Θασίᾱς , Θάσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θασίαν — Θασίᾱν , Θάσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάσι' — Θάσια , Θάσιος of neut nom/voc/acc pl Θάσιε , Θάσιος of masc voc sg Θάσιαι , Θάσιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»